ἐνεχυριάζειν

ἐνεχυριάζειν
ἐνεχυριάζω
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρυσιάζω — και δωρ. τ. ῥυτιάζω Α [ῥύσιον / ῥύτιον] 1. σύρω κάτι με τη βία, αρπάζω κάτι ως λάφυρο, αποσπώ 2. διαρπάζω («ῥυσιάζειν τὴν πόλιν», Διόδ. Σικ.) 3. παθ. ῥυσιάζομαι (στη Ρώμη σχετικά με τους οφειλέτες) σύρομαι με τη βία 4. (το απαρμφ. μέσ. ενεστ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”